Στον αέρα βρίσκεται σχεδόν το σύνολο των νέων μικρών υδροηλεκτρικών έργων στη χώρα μας, τα οποία είτε αδυνατούν να εκπληρώσουν τις αυστηρές προδιαγραφές που έχει θεσπίσει το υπουργείο Περιβάλλοντος, είτε συναντούν την αντίδραση των επιστημόνων και των τοπικών κοινωνιών. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, κανένα σχετικό έργο δεν έχει προχωρήσει πουθενά στη χώρα, με τους εκπροσώπους των εταιρειών να δηλώνουν ότι οι κανονισμοί που θεσμοθέτησε το καλοκαίρι του 2010 η πολιτεία έχουν βάλει «ταφόπλακα» στην… αρχαιότερη ανανεώσιμη μορφή ενέργειας που εφαρμόζεται στην Ελλάδα, καθώς το πρώτο μικρό υδροηλεκτρικό της χώρας χρονολογείται από τη δεκαετία του 1920.
«Τα μικρά υδροηλεκτρικά δεν θα έπρεπε καν να θεωρούνται πράσινη ενέργεια», απαντούν οι επιστήμονες, τονίζοντας ότι οι προδιαγραφές που τίθενται θα έπρεπε να είναι ακόμη πιο αυστηρές, ώστε να διασφαλίζεται ότι το οικοσύστημα των ποταμών δεν καταστρέφεται από τις παρεμβάσεις που γίνονται για να παραχθεί ενέργεια από τη ροή των υδάτων.
«Πρέπει να αντιληφθούμε ότι στη φύση δεν υπάρχει αυτό που λέμε “δωρεάν γεύμα”. Η υδροηλεκτρική ενέργεια έχει δεδομένο οικολογικό κόστος, καθώς αλλοτριώνει το περιβάλλον των ποταμών. Σαφώς και πρόκειται για ανανεώσιμη μορφή ενέργειας, καθώς εκμεταλλεύεται μια φυσική δύναμη, τη ροή του νερού, ωστόσο, αν λάβουμε υπ’ όψιν τις αλλαγές που υφίστανται τα ποτάμια, δεν μπορεί κανείς να πει ότι πρόκειται για πράσινη ενέργεια», δηλώνει ο καθηγητής Οικολογικής Μηχανικής και Τεχνολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Γιώργος Συλαίος.
Αντιδράσεις, ωστόσο, υπάρχουν και από τις τοπικές κοινωνίες σε αρκετές περιοχές της χώρας, καθώς οι κάτοικοι θεωρούν ότι τα μικρά υδροηλεκτρικά τούς εμποδίζουν να αξιοποιήσουν τα ποτάμια για οικοτουριστικές ή άλλες δραστηριότητες.
Μείωση κατά 13ο C στον Νέστο!
Σύμφωνα με στοιχεία από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και τη ΔΕΗ Ανανεώσιμες Α.Ε., μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2011, είχαν κατατεθεί αιτήσεις για την αδειοδότηση μικρών υδροηλεκτρικών έργων, τα οποία ανταποκρίνονται σε 2.255,7 ΜW. Παρά τον όγκο των αιτήσεων, άδεια εγκατάστασης έχουν λάβει ελάχιστα έργα, που αντιστοιχούν σε εγκατεστημένη ενεργειακή ισχύ 66,5 MW, χωρίς κανένα να περνά σε φάση κατασκευής.
Μέσα στην επόμενη χρονιά, η ΔΕΗ Ανανεώσιμες επιχειρεί να προωθήσει την κατασκευή επτά μικρών υδροηλεκτρικών. Το μεγαλύτερο από αυτά, με προβλεπόμενη ισχύ στα 15 MW, έχει σχεδιαστεί να κατασκευαστεί στον οικισμό Τέμενος του νομού Δράμας, στην υδρολογική λεκάνη του Νέστου. Το ποτάμι της Μακεδονίας έχει επιβαρυνθεί με άλλα δύο φράγματα, τα οποία κατηγορούνται για μεγάλες ζημιές στην ιχθυοπανίδα του και αποτελεί ίσως το τέλειο παράδειγμα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης στην οποία μπορεί να οδηγήσουν τα μικρά υδροηλεκτρικά έργα.
«Τα φράγματα, είτε μεγάλα, όπως αυτά που κατασκευάζονται κυρίως για αρδευτικούς λόγους, είτε μικρά, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ενέργειας, αλλάζουν τη φυσικοχημεία των ποτάμιων συστημάτων. Η κατακράτηση νερού διαταράσσει άμεσα το φυτοπλαγκτόν, αλλάζοντας την ισορροπία του οικοσυστήματος», λέει ο Γ. Συλαίος, ο οποίος, ύστερα από χρόνια έρευνας, εξήγαγε συγκλονιστικά συμπεράσματα για τις επιπτώσεις των φραγμάτων στον Νέστο.
«Η θερμοκρασία των υδάτων στον ποταμό έχει μειωθεί κατά 13 βαθμούς Κελσίου! Αυτό συμβαίνει διότι μεγάλες ποσότητες νερού αφαιρούνται από τη ροή του Νέστου, στον οποίο καταλήγει να κυκλοφορεί μόνο το νερό που προέρχεται από τα χιόνια που λιώνουν.
Λιγότερα ψάρια
Ο πληθυσμός των ψαριών του Νέστου έχει μειωθεί όχι μόνο μέσα στο ποτάμι, αλλά και στις εκβολές του. Υπάρχουν θαλάσσια ψάρια, όπως ο κολιός ή ο γαύρος, που δεν επιλέγουν πλέον το δέλτα του ποταμού ως τόπο αναπαραγωγής, καθώς οι ποσότητες νερού που φτάνουν εκεί είναι πολύ περιορισμένες», αναφέρει ο καθηγητής του Τμήματος Μηχανικών Περιβάλλοντος του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, που αντιτίθεται στο μικρό υδροηλεκτρικό στο Τέμενος.
«Αυτή τη στιγμή, η ΔΕΗ θα έπρεπε να λειτουργεί με μεγαλύτερη περιβαλλοντική ευθύνη και όχι να σχεδιάζει νέα φράγματα σε ένα ήδη επιβαρημένο υδάτινο σύστημα», υποστηρίζει ο καθηγητής.
Πολλά χιλιόμετρα νοτιότερα του νομού Δράμας, το ενδεχόμενο κατασκευής μικρών υδροηλεκτρικών ξεσηκώνει θύελλα αντιδράσεων από τους κατοίκους, εδώ και περίπου μία δεκαετία. Στον Ερύμανθο, στα όρια της Αχαΐας με την Ηλεία, οι κάτοικοι μπλόκαραν με προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας την κατασκευή μικρού υδροηλεκτρικού έργου, το 2004. Τώρα, οι τοπικοί φορείς ετοιμάζονται για νέο αγώνα, καθώς δύο νέα φράγματα βρίσκονται ένα βήμα πριν από την έγκριση της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
«Στον Ερύμανθο έχουν αναπτυχθεί επιχειρήσεις ράφτινγκ και κανό, ενώ ο τουρισμός της περιοχής βασίζεται στο φυσικό τοπίο. Τι θα γίνουν όλα αυτά αν τοποθετηθούν φράγματα που μειώνουν τη ροή του νερού; Θα αντιδράσουμε με κάθε μας δύναμη σε οποιαδήποτε τέτοια παρέμβαση, όπως είχαμε κάνει και στο παρελθόν», λέει ο εκπρόσωπος της μη κυβερνητικής οργάνωσης «Ερύμανθος» και δημοτικός σύμβουλος Καλαβρύτων, Βασίλης Τακτικός, ο οποίος δηλώνει ότι τις ίδιες απόψεις μοιράζονται οι αιρετοί άρχοντες και σε άλλες περιοχές, όπως οι δήμοι Γορτυνίας και Ολυμπίας.
Mε ιστορία από το 1927
Το πρώτο μικρό υδροηλεκτρικό έργο στην Ελλάδα ξεκίνησε να λειτουργεί το 1927 στο ρέμα του Γλαύκου, στα περίχωρα της Πάτρας, ενώ ακολούθησε το φράγμα της Αγιάς στα Χανιά, την αμέσως επόμενη χρονιά. Η υδροηλεκτρική ενέργεια γνώρισε άνθηση τη δεκαετία του 1950, με μικρά φράγματα σε Λούρο, Ταυρωπό και Λάδωνα, αναπτύχθηκε σταθερά μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, για να φτάσει σήμερα να καταλαμβάνει το 24% της ενέργειας που παράγεται στη χώρα μας από ανανεώσιμες πηγές.
«Δυστυχώς, αν και στην Ελλάδα έχουμε την τεχνογνωσία και το ανθρώπινο δυναμικό που θα μας επιτρέψει να πρωτοπορήσουμε στα μικρά υδροηλεκτρικά, η πολιτεία μάς έχει γυρίσει την πλάτη», δηλώνει η Μελίτα Χισκάκη, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ελληνικού Συνδέσμου Μικρών Υδροηλεκτρικών Εργων (ΕΣΜΥΕ). «Οι κανονισμοί που ενέκρινε η πρώην υπουργός Περιβάλλοντος Τίνα Μπιρμπίλη είναι παράλογοι. Για παράδειγμα, προβλέπουν μια συγκεκριμένη απόστασή του από την κήτη του ποταμού, από τη στιγμή που στην Ελλάδα δεν έχει χαρτογραφηθεί η κήτη κανενός υδροφόρου ορίζοντα», επισημαίνει η Μ. Χισκάκη, μιλώντας για χαμένη αναπτυξιακή ευκαιρία.
«Πρεσβείες ξένων χωρών που έχουν ενδιαφέρον να χρηματοδοτήσουν τέτοια έργα στην Ελλάδα έρχονται σε επαφή μαζί μας, ζητώντας βοήθεια, επειδή δεν βγάζουν άκρη με τις υπηρεσίες του υπουργείου. Οι μελέτες που έχουμε κάνει δείχνουν ότι κάθε μικρό υδροηλεκτρικό έχει μια προστιθέμενη αξία 65% για την Ελλάδα, καθώς οι περισσότερες υποδομές, οι στρόβιλοι, οι πίνακες ελέγχου, οι σωλήνες, κατασκευάζονται στη χώρα μας», καταλήγει.
«Οι υπερβολικές προδιαγραφές μπλοκάρουν την ανάπτυξη»
Τα 115 μέλη του Ελληνικού Συνδέσμου Μικρών Υδροηλεκτρικών Εργων (ΕΣΜΥΕ), που αντιπροσωπεύουν ισάριθμες μικρές ή ατομικές επιχειρήσεις, δεν αρνούνται τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των μικρών υδροηλεκτρικών έργων, υποστηρίζουν όμως πως η ύπαρξη φραγμάτων σε αρκετούς ποταμούς, επί πολλές δεκαετίες, ακυρώνει τα λεγόμενα περί καταστροφής. «Σίγουρα δεν μπορούν να γίνονται σε ποτάμια που αποτελούν ευαίσθητους οικότοπους ή εκεί όπου συγκρούονται με τις δραστηριότητες των τοπικών πληθυσμών. Οι σύγχρονες προδιαγραφές, πάντως, προβλέπουν την ύπαρξη οικολογικής παροχής, η οποία επιστρέφει στα ποτάμια ένα μέρος της ροής των υδάτων», τονίζει το μέλος του Δ.Σ. του ΕΣΜΥΕ, Μελίτα Χισκάκη.
«Δεν είναι όλα τα ποτάμια τα ίδια»
Ανάλογα επιχειρήματα, προς εντελώς διαφορετική κατεύθυνση όμως, έχει ο τακτικός ερευνητής του κρατικού Ινστιτούτου Αλιευτικής Ερευνας (ΙΝΑΛΕ), Μάνος Κουτράκης. «Δεν μπορούμε να ακυρώσουμε εντελώς την παραγωγή ηλεκτρισμού από την υδροηλεκτρική ενέργεια, οι κανόνες που διέπουν τα μικρά φράγματα όμως θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά πιο αυστηροί. Το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να κάνει η πολιτεία είναι να εμποδίσει την κατασκευή οποιουδήποτε τέτοιου έργου στα ποτάμια όπου κατοικούν ενδημικά είδη ιχθυοπανίδας. Δεν είναι όλα τα ποτάμια το ίδιο, πρέπει να υπάρχουν πολύ αυστηροί περιορισμοί χωροθέτησης στα απειλούμενα οικοσυστήματα.
Γενικά, όμως, οι εργολάβοι θα πρέπει να υιοθετήσουν τις νέες, πιο πράσινες, αλλά δυστυχώς πιο ακριβές τεχνολογίες μικρών υδροηλεκτρικών, που εφαρμόζονται παγκοσμίως», καταλήγει ο επιστήμονας του ΙΝΑΛΕ. «Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των παλαιών φραγμάτων δεν έχουν διαπιστωθεί, επειδή έχουν γίνει ελάχιστες έως μηδαμινές σχετικές επιστημονικές έρευνες», προσθέτει ο καθηγητής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου, Γιώργος Συλαίος.
Πηγή: https://energypress.gr