Η πρόταση άρσης της προτεραιότητας των ΑΠΕ στο δίκτυο, την οποία φημολογείται ότι θα προτείνει η Κομισιόν στα πλαίσια του «χειμερινού» πακέτου», εμφανέστατα εξυπηρετεί στην ανάπτυξη και μόνο των συμβατικών ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων, όπως τονίζει ο γ.γ. του ΕΣΜΥΕ, Ηλίας Κακιόπουλος, σε δηλώσεις του στο energypress.
Ο ίδιος παρατηρεί ότι μια τέτοια πιθανή απόφαση θα αποβεί σε βάρος του περιβάλλοντος λόγω αύξησης των εκπομπών αέριων ρύπων, και σε βάρος της τσέπης των φορολογουμένων, λόγω των κρυφών επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα, θα έχει ως αποτέλεσμα την αποτυχία επίτευξης των στόχων που έχουν τεθεί για την κλιματική και ενεργειακή πολιτική, με ευρύτερο στόχο την καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος και την αύξηση της ενεργειακής ασφάλειας μέσα στην Ε.Ε. «Το σημαντικότερο πλεονέκτημα των ΑΠΕ σήμερα είναι η προτεραιότητα που έχουν να μπαίνουν πρώτες στο δίκτυο και στο σύνολό τους», όπως υπογραμμίζει.
Συνεπώς, η διατήρηση της προτεραιότητας σε συνδυασμό με τη συνεχή αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ θα οδηγήσει μαθηματικά σε συνεχή μείωση των άλλων πηγών ενέργειας, εκτιμά ο κ. Κακιόπουλος.
Ο ίδιος πρόσθεσε τα εξής αναφορικά με την πιθανή επίδραση του εν λόγω μέτρου στην ελληνική αγορά:
«Ποιος θα μπορούσε να είναι ο στόχος της άρσης προτεραιότητας στο δίκτυο των ΑΠΕ; Προφανής στόχος είναι η μείωση του κόστους ενέργειας του τελικού καταναλωτή.
Πώς θα επιτυγχάνεται αυτό; Προφανώς με μια συνεχή μείωση της τιμής της προσφερόμενης ενέργειας από ΑΠΕ ώστε να πετύχουν στόχους ανταγωνιστικής προτεραιότητας.
Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την ελληνική αγορά; Με τα σημερινά δεδομένα μία τέτοια απόφαση μόνο επιζήμια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διότι στην ουσία σημαίνει αύξηση του επιχειρηματικού ρίσκου των ενεργειακών επενδύσεων σε ΑΠΕ, με δεδομένη και την αβεβαιότητα της “πρώτης ύλης” που υφίσταται και πλέον χρεώνεται.
Αυτό στη συνέχεια, οδηγεί σε μείωση της διείσδυσης νέων επενδυτών στο χώρο άρα ανακοπή της ανάπτυξης των ΑΠΕ. Θα αποθαρρυνθούν οι επενδυτές από την υλοποίηση έργων ΑΠΕ και θα χαθούν μεγάλα ποσά από μελέτες που έχουν ολοκληρωθεί και δε θα μετουσιωθούν σε λειτουργούντα έργα ΑΠΕ. Επίσης, το αποτύπωμα άνθρακα της ελληνικής οικονομίας θα αυξηθεί, κάτι εξόχως αρνητικό, δεδομένης της μεγάλης οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα. Με την κατάργηση του σημερινού μοντέλου προτεραιότητας στην απορρόφηση της παραγόμενης Η.Ε., θα μπαίνουν στο δίκτυο μόνο οι φθηνές kWh. Mε δεδομένη τη στοχαστικότητά τους, οι ΑΠΕ δεν θα μπορούν να είναι ανταγωνιστικές ούτε και για ορισμένες ώρες της ημέρας.
Εδώ, θα πρέπει όμως να σκεφτούμε και το γεγονός ότι κάποια στιγμή θα προκύψει να υπάρχει περίσσεια ενέργειας ΑΠΕ χωρίς να υπάρχει άλλη μορφή παραγωγής (συμβατική) να μειωθεί και αυτή η ενέργεια δεν θα μπορεί να απορροφηθεί και θα πρέπει κάπου να πάει. Έτσι, στο υποθετικό σενάριο του 100% διείσδυση ΑΠΕ, θα πρέπει να μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα: τι θα κάνουμε με την ενέργεια ΑΠΕ που θα περισσεύει και δε θα υπάρχει κάτι άλλο (μη ΑΠΕ) να κοπεί; Εκείνη τι στιγμή, ποιες ΑΠΕ θα βγουν εκτός; Στο σημείο αυτό θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε ότι α) η περίσσεια Η.Ε. να πάει για αποθήκευση και β) ότι θα πρέπει να παραμένουν στο δίκτυο εκείνες οι ΑΠΕ που θα έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα (πχ τα ΜΥΗΕ).
Στον αντίποδα λοιπόν προτάσσεται η ανάπτυξη της αποθήκευσης της ενέργειας και η διάθεσή της ανάλογα των διαθέσεων της αγοράς. Όμως, η αποθήκευση, που είναι μία μη στοχαστική έγχυση μειώνει μεν την αβεβαιότητα, αυξάνει όμως το κόστος επένδυσης, το οποίο θα μετακυλιστεί στον τελικό καταναλωτή. Η λύση στα παραπάνω προβλήματα είναι η προώθηση των τοπικά φθηνών ΑΠΕ μέσω επενδύσεων μικρού μεγέθους και ισχύος και όχι η οριζόντια αντιμετώπιση των ΑΠΕ ως μεγάλες μονάδες παραγωγής, ανταγωνιστικές των σταθμών βάσης. Ουσιαστικά, μπορούμε να πούμε ότι η παραπάνω πρόταση καταργεί εξ ορισμού τις μικρές επενδύσεις θέτοντας τες στο φάσμα των οικονομικά μη βιώσιμων επιχειρήσεων. Όσον αφορά στα Μικρά Υδροηλεκτρικά Έργα (ΜΥΗΕ), όχι μόνο δεν πρέπει να σταματήσει η προτεραιότητα στην απορρόφηση της παραγόμενης ενέργειάς τους, αλλά αντιθέτως πρέπει να προωθηθεί η μέγιστη διείσδυσή τους για τους παρακάτω λόγους:
• Τα ΜΥΗΕ είναι έργα τα οποία συνεισφέρουν στο δίκτυο με ενέργεια «σχεδόν» βάσεως, η οποία παρουσιάζει άριστα χαρακτηριστικά, χωρίς διακυμάνσεις με σταθερή και αναμενόμενη εποχικά συμπεριφορά.
• Τα ΜΥΗΕ ενισχύουν και σταθεροποιούν το δίκτυο, ιδιαίτερα σε απομακρυσμένα σημεία αυτού, επιτρέποντας την αύξηση της διείσδυσης άλλων τεχνολογιών ΑΠΕ με στοχαστική χρονικά συμπεριφορά.
• Τα ΜΥΗΕ δεν απαιτούν σημαντικά έργα σύνδεσης με το δίκτυο και δεν απατούν πολύπλοκο ηλεκτρολογικό εξοπλισμό για την εξασφάλιση της ασφάλειας του δικτύου. Η διάθεση της ενέργειας που παράγουν σε απομακρυσμένες περιοχές γίνεται χωρίς την απαίτηση κατασκευής σημαντικών έργων υποδομής (νέες γραμμές μεταφοράς, ΥΣ, κ.ά.). Η συντριπτική πλειοψηφία των έργων συνδέεται σε υφιστάμενα δίκτυα ΜΤ, ενώ το κόστος διασύνδεσης καλύπτεται πλήρως από τον παραγωγό.
• Οι επενδύσεις σε ΜΥΗΕ γίνονται κυρίως από ΜΜΕ της περιφέρειας, που δεν έχουν τους πόρους να διαχειριστούν την απώλεια της προτεραιότητας πρόσβασης στο δίκτυο για την απορρόφηση της παραγόμενης ενέργειας. Ως εκ τούτου πολλές από τις ΜΜΕ επιχειρήσεις του χώρου θα οδηγηθούν σε πτώχευση και κλείσιμο, με αρνητικές συνέπεια τόσο στις τράπεζες που τις έχουν χρηματοδοτήσει όσο και στην Περιφερειακή Ανάπτυξη γενικότερα.
Στόχος της πολιτείας θα πρέπει να είναι η προστασία των ΑΠΕ και η μέγιστη αξιοποίηση τεχνολογιών που ενώ βελτιώνουν την ποιότητα ενέργειας του δικτύου ταυτόχρονα απαιτούν μικρότερο κόστος έργων υποδομής».
Πηγή: http://energypress.gr